πολύρροθος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = foreg., φροίμια π. the cries
A of many voices, A.Th.7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].