πολύρροθος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρροθος Medium diacritics: πολύρροθος Low diacritics: πολύρροθος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: polýrrothos Transliteration B: polyrrothos Transliteration C: polyrrothos Beta Code: polu/rroqos

English (LSJ)

ον, = foreg., φροίμια π. the cries

   A of many voices, A.Th.7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].