πορεῖον

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορεῖον Medium diacritics: πορεῖον Low diacritics: πορείον Capitals: ΠΟΡΕΙΟΝ
Transliteration A: poreîon Transliteration B: poreion Transliteration C: poreion Beta Code: porei=on

English (LSJ)

τό,

   A means of conveyance, carriage, GDI5043 (Crete), Pl.Lg. 678c, v.l.in Id.Ti.44e; π. ὑπότροχα trolleys for conveying ships by land, Plb.8.34.11, cf. SIG 581.23 (Hierapytna, ii B.C.); τὸ σκῆπτρον Ἑρμοῦ προκαθηγέτου ἐστὶ π., τούτῳ γὰρ κατάγει φυχάς BSA16.107 (Attalia):—Dor. and Aeol. πορήϊον GDI5040.29 (Crete), Milet.3 No.152.13(Methymna, ii B.C.).    II load, PPetr.2p.128 (iii B.C.), etc.; written πορῆον, PTeb.195 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 682] τό, Hülfsmittel den Weg zu bahnen, od. Maschine, Etwas von der Stelle zu bringen; Plat. Legg. III, 678 c; Pol. 8, 36, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορεῖον: τό, (πορεύω) μέσον μεταφορᾶς ἢ μεταβάσεως, ὄχημα, Λατ. vehiculum, Πλάτ. Νόμ. 678D, Τίμ. 44Ε, Πολυβ. κτλ.· πρβλ. πορήιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ressources pour un voyage ou moyen de transport (char, vaisseau, etc.).
Étymologie: πορεύω.

Greek Monolingual

δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α πορεύω
1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.)
2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα
3. φορτίο.