ποταμόνδε
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
Adv.
A to or towards a river, Il.21.13, Od.10.159, al.
German (Pape)
[Seite 688] adv., in den Fluß, zum Fluß hin, Il. 21, 13 Od. 10, 159.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμόνδε: Ἐπίρρ. εἰς ποταμόν, ἢ πρὸς ποταμόν, Ἰλ. Φ. 13, Ὀδ. Κ. 159, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers le fleuve ou dans le fleuve avec mouv.
Étymologie: ποταμός, -δε.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τον ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. ποταμόν του ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλιν-δε)].