ποταμώδης

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμώδης Medium diacritics: ποταμώδης Low diacritics: ποταμώδης Capitals: ΠΟΤΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: potamṓdēs Transliteration B: potamōdēs Transliteration C: potamodis Beta Code: potamw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a river, δάκρυον Eun.Hist.p.206D.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15.

Greek Monolingual

-ες, ΜΑ ποταμός
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται κοντά σε ποτάμι
αρχ.
μτφ. αυτός που ρέει άφθονα σαν ποτάμιδάκρυον ποταμῶδες», Ευνάπ.).