ποταμώδης

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμώδης Medium diacritics: ποταμώδης Low diacritics: ποταμώδης Capitals: ΠΟΤΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: potamṓdēs Transliteration B: potamōdēs Transliteration C: potamodis Beta Code: potamw/dhs

English (LSJ)

ποταμῶδες, like a river, δάκρυον Eun.Hist.p.206D.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15.

Greek Monolingual

-ες, ΜΑ ποταμός
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται κοντά σε ποτάμι
αρχ.
μτφ. αυτός που ρέει άφθονα σαν ποτάμιδάκρυον ποταμῶδες», Ευνάπ.).