πορθώ
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
πορθῶ, -έω, ΝΜΑ
εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.)
αρχ.
1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.)
2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς ἐγγενῆς πορθεῑν», Αισχύλ.)
3. ληστεύω αρπάζω
4. προξενώ όλεθρο, επιφέρω ολοκληρωτική καταστροφή
5. παθ. πορθμοῡμαι, -έομαι
(για γυναίκα) κατακτιέμαι με τη βία, βιάζομαι («αἰχμαλωτίδας κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθ-, ετερριωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέρθω (πρβλ. στροφῶ: στρέφω, φορῶ: φέρω)].