προαποθνήσκω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποθνήσκω Medium diacritics: προαποθνήσκω Low diacritics: προαποθνήσκω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: proapothnḗskō Transliteration B: proapothnēskō Transliteration C: proapothnisko Beta Code: proapoqnh/skw

English (LSJ)

   A die before or first, Hdt.2.1, App. Mith.117; π. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς die before old age, Antipho 4.1.2; of a coward, π. ὑπὸ τοῦ φόβου, i.e. before his time, X.Cyr.3.1.25; π. τῷ δέει Ph.2.68; π. πρὶν ἐντὸς βέλους γενέσθαι Luc.Anach.25.    II die on behalf or in defence of, ὑπὲρ τῆς βασιλείας Pl.Smp.208d; τῶν τέκνων Arist.EE1235a34; κύνες π. τῶν δεσποτῶν Ph.2.200.

German (Pape)

[Seite 708] (s. θνήσκω), vorher sterben; Plat. Conv. 208 d; ἀπὸ τοῦ φόβου, Xen. Cyr. 3, 1, 25; τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, vor dem Ende im hohen Alter, Antiph. 4 α 2, Folgde, wie Pol. 3, 12, 4; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προαποθνήσκω: μέλλ. -θανοῦμαι, ἀποθνήσκω πρότερον ἢ πρῶτος, Ἡρόδ. 2. 1· ὑπέρ τινος Πλάτ. Συμπ. 208D· πρ. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, ἀποθνήσκω πρὸ τοῦ νὰ γηράσω, Ἀντιφῶν 125. 25· ἐπὶ δειλῶν ἀνθρώπων, ἔνιοι γὰρ φοβούμενοι μὴ ληφθέντες ἀποθάνωσιν ὑπὸ τοῦ φόβου προαποθνήσκουσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.

Greek Monolingual

προαποθνῄσκω ΝΜΑ
πεθαίνω πρωτύτερα ή πεθαίνω πρώτος («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.)
αρχ.
πεθαίνω υπερασπιζόμενος κάποιον.