προβάτερον

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτερον Medium diacritics: προβάτερον Low diacritics: προβάτερον Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΡΟΝ
Transliteration A: probáteron Transliteration B: probateron Transliteration C: provateron Beta Code: proba/teron

English (LSJ)

   A ν. πρόβατον 1.2.

Greek Monolingual

Α πρόβατον
(κωμική λ.) επίθ. συγκριτ. βαθμ. που χρησιμοποιήθηκε στην παροιμ. φρ. προβάτου προβάτερον προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος είναι πιο ανόητος και από πρόβατο.