πρόβειος

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

-α, -ο / πρόβειος, εία, -ον, ΝΜΑ, και πρόβιος, -α, -ο, Ν, πρόβαιος, -ον, Μ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, ο προβατήσιος
2. αυτός που προέρχεται από το πρόβατο («πρόβειο γιαούρτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρόβ-ειος / πρόβ-ιος έχει σχηματιστεί από τον αμάρτυρο αρχ. τ. ονομαστικής πρόβα(ν) του πληθ. πρόβατα (πρβλ. δοτ. πληθ. πρόβασιν, βλ. λ. πρόβατο). Η ονομ. πρόβα(ν) χρησιμοποιήθηκε κατά τον Μεσαίωνα αναλογικά προς τα ουδ. σε -α, -άτου, -ατα: γάλα, γαλάτου, γάλατα (πρβλ. και γόνα, γονάτου, γόνατα)].