προεσπερίδα

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

η, Ν
συγκέντρωση και διασκέδαση νωρίς το βράδι, πριν από το δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εσπερίδα. Η λ., στον λόγιο τ. προεσπερίς, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].