προεσπερίδα
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
Greek Monolingual
η, Ν
συγκέντρωση και διασκέδαση νωρίς το βράδι, πριν από το δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εσπερίδα. Η λ., στον λόγιο τ. προεσπερίς, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].