προθαλής
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ές, (θάλλω)
A early growing, precocious, h.Cer.241.
German (Pape)
[Seite 723] ές, vorzüglich od. ungewöhnlich wachsend, H. h. Cer. 242.
Greek (Liddell-Scott)
προθᾰλής: -ές, (θάλλω) ὁ θάλλων πρωΐμως, αὐξανόμενος, ἀναπτυσσόμενος προώρως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 242.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui croît vite.
Étymologie: πρό, θάλλω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θαλής (< θάλλω «βλαστάνω»)].