τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
ΝΜΑ προμηθής
νεοελλ.
παρέχω, χορηγώ, εφοδιάζω
2. (το μέσ.) προμηθεύομαι
προσπορίζομαι, εφοδιάζομαι με τα αναγκαία («κάθε Σάββατο προμηθεύομαι τρόφιμα για όλη την εβδομάδα»)
μσν.-αρχ.
(μόνο το μέσ.) φροντίζω εκ τών προτέρων, προνοώ για κάτι.