προξενικός
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek Monolingual
-ή, -ό / προξενικός, -ή, -όν, ΝΑ πρόξενος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόξενο ή στο προξενείο (α. «προξενική αρχή» — η αρχή του προξένου, το προξενείο
β. «προξενικό τέλος»)
νεοελλ.
φρ. «προξενική σύμβαση» — σύμβαση μεταξύ δύο κρατών με την οποία καθορίζονται ο αριθμός, οι προξενικές περιφέρειες και οι κατηγορίες τών προξενείων που υπάρχουν ή θα ιδρυθούν αμοιβαία σε καθεμιά από αυτές, καθώς και η έκταση της δικαιοδοσίας τών προξενικών αρχών.