πρόσγαλο

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

το, Ν
ποσότητα γάλακτος που χύνεται στο τυρόγαλο για την παρασκευή μυζήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -γαλο (< γάλα), πρβλ. αφρό-γαλο].