προσάρτηση

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

η / προσάρτησις, -ήσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. -ήσιος, Α προσαρτῶ
προσκόλληση, προσθήκη
νεοελλ.
η μονομερής πράξη ενός κράτους να υπαγάγει στην εδαφική του κυριαρχία εδάφη που διατελούσαν υπό καθεστώς ανεξαρτησίας, που δεν υπάγονταν στην κυριαρχία άλλου κράτους, που διατελούσαν υπό καθεστώς προτεκτοράτου ή που υπάγονταν στην κυριαρχία άλλου κράτους
αρχ.
(για μυώνες) το μέρος όπου γίνεται η προσκόλληση.