προσλαγχάνω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A obtain by lot besides: δίκην προσείληχεν has brought an action against us besides, D.32.9, cf. Plu.Per.36; ῥᾳδίαν τὴν φυγὴν π. Procop.Gaz.p.161 B.

German (Pape)

[Seite 771] (s. λαγχάνω), noch dazu erlosen; ἡμῖν δίκην προσείληχεν, noch dazu verklagen, Dem. 32, 9; Plut. Vgl. λαγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

προσλαγχάνω: κινῶ ἀγωγὴν προσέτι, δίκην προσείληχεν, ἔχει κινήσῃ ἀγωγὴν προσέτι ἐναντίον ἡμῶν, Δημ. 884. 26, πρβλ Πλουτ. Περικλ. 36.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προσέλαχον, pf. προσείληχα;
intenter : δίκην, un procès.
Étymologie: πρός, λαγχάνω.

Greek Monolingual

Α λαγχάνω
κινώ αγωγή εναντίον κάποιου επιπροσθέτως, κατηγορώ επί πλέον κάποιον.