προσλαγχάνω
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
obtain by lot besides: δίκην προσείληχεν has brought an action against us besides, D.32.9, cf. Plu.Per.36; ῥᾳδίαν τὴν φυγὴν π. Procop.Gaz.p.161 B.
German (Pape)
[Seite 771] (s. λαγχάνω), noch dazu erlosen; ἡμῖν δίκην προσείληχεν, noch dazu verklagen, Dem. 32, 9; Plut. Vgl. λαγχάνω.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προσέλαχον, pf. προσείληχα;
intenter : δίκην, un procès.
Étymologie: πρός, λαγχάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λαγχάνω ook verkrijgen: spec. jur.. δίκην προσείληχεν hij heeft ook nog toestemming gekregen om een proces te voeren Dem. 32.9; δίκην αὐτῷ προσέλαχε hij slaagde erin hem ook een proces aan te doen Plut. Per. 36.4.
Russian (Dvoretsky)
προσλαγχάνω: (aor. 2 προσέλαχον, pf. προσείληχα) юр. сверх того получать по жребию: π. δίκην τινί Dem., Plut. возбудить, кроме того, дело против кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
προσλαγχάνω: κινῶ ἀγωγὴν προσέτι, δίκην προσείληχεν, ἔχει κινήσῃ ἀγωγὴν προσέτι ἐναντίον ἡμῶν, Δημ. 884. 26, πρβλ Πλουτ. Περικλ. 36.
Greek Monolingual
Α λαγχάνω
κινώ αγωγή εναντίον κάποιου επιπροσθέτως, κατηγορώ επί πλέον κάποιον.
Greek Monotonic
προσλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα, αποκτώ επιπλέον με κλήρο· δίκην προσλαγχάνω, κινώ επιπλέον αγωγή εναντίον κάποιου, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. -λήξομαι perf. -είληχα
to obtain by lot besides, δίκην πρ. to obtain leave to bring an action also, Dem.