προσυπαντώ

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. συναντώ κάποιον ακόμη
2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»].