προσυπαντώ

From LSJ

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. συναντώ κάποιον ακόμη
2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»].