προωνύμιον

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προωνύμιον Medium diacritics: προωνύμιον Low diacritics: προωνύμιον Capitals: ΠΡΟΩΝΥΜΙΟΝ
Transliteration A: proōnýmion Transliteration B: proōnymion Transliteration C: proonymion Beta Code: prownu/mion

English (LSJ)

[ῠ], τό, (ὄνομα) = Lat.

   A praenomen, Gloss.

German (Pape)

[Seite 801] τό, Vorname, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προωνύμιον: τό, (ὄνομα) τὸ τῶν Ρωμαίων praenomen, δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) ὄνομα, ὅπερ παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. αῑος Πομπήιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ωνύμιον (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ωνύμιον. Το -ω- του τύπου οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αποτελεί απόδοση του λατ. praenomen].