πρωτόμισθος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον,

   A serving for hire first, Lyc.1384.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst gedungen od. um Lohn dienend, Lycophr. 1384.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμισθος: -ον, πρώτως ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγο-μισθος].