πρωτόμισθος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμισθος Medium diacritics: πρωτόμισθος Low diacritics: πρωτόμισθος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: prōtómisthos Transliteration B: prōtomisthos Transliteration C: protomisthos Beta Code: prwto/misqos

English (LSJ)

πρωτόμισθον, serving for hire first, Lyc.1384.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst gedungen od. um Lohn dienend, Lycophr. 1384.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμισθος: -ον, πρώτως ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγομισθος].