πρωτύτερος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν πρώτος
αυτός που βρίσκεται, γίνεται ή συμβαίνει πριν από έναν άλλο, ο προγενέστερος.
επίρρ...
πρωτύτερα Ν
1. πριν, προηγουμένως
2. (μόνον στον Ερωτοκρ.) την πρώτη φορά («πρωτύτερα οντέ τά 'κουγα να μού τά λέσιν άλλοι», Ερωτόκρ.).