πυρώ
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(I)
-έω, Μ πῡρ
1. βάζω φωτιά, ανάβω
2. (αμτβ.) μτφ. οργίζομαι.———————— (II)
-όω, ΜΑ
βλ. πυρώνω.