ραβδίζω
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
Greek Monolingual
ῥαβδίζω ΝΜΑ ῥάβδος
1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ
2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)
3. (σχετικά με σιτηρά) αποχωρίζω τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με ραβδί.