ραπίζω

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

ῥαπίζω, ΝΜΑ
χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη του χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ
β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)
αρχ.
1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα», Ηρόδ.)
2. χτυπώῥαπίζω τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. ῥαπίζω παράγεται από τον τ. ῥαπίς ή από κάποιο άλλο όν. (πιθ. ῥάψ, ῥαπή) ή, ακόμη, αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η σύνδεση του με τη λ. ῥάβδος(βλ. λ. ῥαπίς, ράβδος), καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. ῥέπω, οπότε το ρ. ρἁπίζω θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική κίνηση ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (βλ. και λ. ραπίς)].