ρεζίλεμα
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
Greek Monolingual
το, Ν ρεζιλεύω
1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα
2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα
3. διαπόμπευση.