Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
και ρέγκα, η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του μεγάλης οικονομικής σημασίας ψαριού Chupea harengus
2. μτφ. πολύ αδύνατη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. renga].