ρηξήνωρ

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

-ορος, ό, Α
1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων
2. (κατ' επέκτ.) ορμητικός
3. (στον Όμ. ως προσωνυμία του Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + -ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αλεξ-ήνωρ)].