Ν1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αέριο ή σε υγρό2. μετατρέπω κτηματική περιουσία σε ρευστό χρήμα3. εξαργυρώνω χρηματιστηριακούς τίτλους, τους μετατρέπω σε μετρητό χρήμα, λικιντάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός + ποιώ].