ρεπόρτερ

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

ο, Ν
δημοσιογράφος που έχει ως ειδική ασχολία του την έρευνα και τη συλλογή πληροφοριών και ειδήσεων για επίκαιρα γεγονότα και θέματα, καθώς και τη σύνταξη σχετικών άρθρων, με σκοπό τη δημοσίευσή τους σε ένα δημοσιογραφικό όργανο, περιοδικό είτε εφημερίδα, ή την παρουσίασή τους από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. reporter (βλ. λ. ρεπορτάζ)].