ρεπορτάζ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
το, Ν
1. δημοσιογραφικό είδος που συνήθως χρησιμοποιεί τον περιγραφικό ή και λογοτεχνικό τρόπο έκφρασης, καθώς και φωτογραφίες, και πληροφορεί άμεσα τον αναγνώστη για ορισμένες καταστάσεις, για γεγονότα γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος, για πολιτικές, οικονομικές, γεωγραφικές κ.ά. πραγματικότητες (α. «αστυνομικό ρεπορτάζ» β. «πολιτικό ρεπορτάζ»)
2. μέρος του προγράμματος του ραδιοφώνου ἡ της τηλεόρασης, που έχει παραχθεί έξω από τα στούντιο και στοχεύει στην ενημέρωση του κοινού σχετικά μέ ένα γεγονός της επικαιρότητας, μια ανθρώπινη δραστηριότητα ή ένα φυσικό φαινόμενο
3. το έργο του ρεπόρτερ
4. φρ. «ηλεκτρονικό ρεπορτάζ» — ρεπορτάζ που πραγματοποιείται με τη χρήση φορητής κάμερας τηλεόρασης, τα ηλεκτρονικά σήματα της οποίας εγγράφονται σε βιντεοκασέτα ή μεταδίδονται απευθείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reportage < αγγλ. report «αναφέρω, εκθέτω» (< λατ. reporto «επαναφέρω»)].