ρίγα

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

(I)
(ῥίγα) Α
(κατά τον Ησύχ.) «σιώπα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί Fίγα, κυπρ. τ. του σῖγα].———————— (II)
και ρήγα, η, Ν
1. χάρακας, κανόνας
2. γραμμή που έχει χαραχθεί με χάρακα, χαρακιά
3. συνεκδ. (σχετικά με ύφασμα ή ρούχο) χρωματιστή ράβδωσηπουκάμισο με πολύχρωμες ρίγες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρῆγλα «χάρακας, κανόνας» (πρβλ. λ. ρέγουλα) < λατ. regula «κανόνας, νόμος, μέτρο», ενώ κατ' άλλους από ιταλ. riga < αρχ. γερμ. riga].