ρέγουλα

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

και ρέγολα, η, Ν
τάξη, μέθοδος, σύστημα και μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regola < λατ. regula «κανόνας, νόμος, μέτρο»].