ρέγουλα

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

και ρέγολα, η, Ν
τάξη, μέθοδος, σύστημα και μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regola < λατ. regula «κανόνας, νόμος, μέτρο»].