ριζοκτονία

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση υφομύκητες, τα είδη του οποίου ζουν στο έδαφος και παρασιτούν στις ρίζες και σε άλλα μέρη διαφόρων φυτών προκαλώντας τη σήψη τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizoctonia (< ρίζα + -κτονία < -κτόνος < κτείνω.