ριζοκτονία

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση υφομύκητες, τα είδη του οποίου ζουν στο έδαφος και παρασιτούν στις ρίζες και σε άλλα μέρη διαφόρων φυτών προκαλώντας τη σήψη τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizoctonia (< ρίζα + -κτονία < -κτόνος < κτείνω.