ρολό

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

και ρουλό, το, Ν
1. καθετί που είναι τυλιγμένο σε κυλινδρική μορφή (α. «ένα ρολό χαρτί» β. «ρολό με κιμά»)
2. στον πληθ. τα ρολά
εξωτερικό φύλλο πόρτας ή παραθύρου, από μεταλλικά ή πλαστικά ελάσματα, που τυλίγεται κυλινδρικά
3. φρ. «κατέβασε τα ρολά» — έκλεισε η επιχείρηση, διέκοψε τις εργασίες ή τις δραστηριότητές του άτομο, εταιρεία ή άλλος οργανισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rouleau «κύλινδρος» < ρ. rouler «περιστρέφω, κυλίω» < rouelle, υποκορ. του roue «τροχός, κύκλος»].