ῥοπτός

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοπτός Medium diacritics: ῥοπτός Low diacritics: ροπτός Capitals: ΡΟΠΤΟΣ
Transliteration A: rhoptós Transliteration B: rhoptos Transliteration C: roptos Beta Code: r(opto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ῥόφω)

   A = ῥοφητός, Hp. ap. Gal.19.136.

German (Pape)

[Seite 849] adj. verb. zu ῥοφέω, geschlürft, zu schlürfen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = ῥοφητός, «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥοφητός (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα.