ρωμιοσύνη
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
η, Ν Ρωμιός
1. (ιδίως κατά την τουρκοκρατία) ο ελληνισμός
2. το ελληνικό έθνος, η ελληνική φυλή, ο σύγχρονος ελληνισμός, το ρωμαίικο
3. η ελληνική ψυχή, το φρόνημα του ελληνισμού, η ελληνικότητα.