σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
ο, και σανό, το, Ν
1. χόρτο από διάφορα αγρωστώδη ή χεδρωπά, που θερίζεται πριν να ωριμάσει εντελώς και το οποίο, αφού ξεραθεί, χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή
2. στον πληθ. τα σανά
το σύνολο της συγκομιδής τών παραπάνω χόρτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. seno].