σαμποτάζ

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η δολιοφθορά, δηλαδή, σε περίοδο πολέμου, η πρόκληση καταστροφών σε μέσα και εγκαταστάσεις του εχθρού με μυστικές αποστολές και ενέργειες ή, σε ειρηνική περίοδο, η με έκνομα μέσα σκόπιμη παρεμπόδιση και υπονόμευση μιας λειτουργίας, μιας διεργασίας, μιας ενέργειας ή ενός έργου, με απώτερο στόχο τη ματαίωσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sabotage «πεδιλοποιία, τρύπημα σιδηρογραμμών, δολιοφθορά» < sabot (βλ. λ. σαμπό)].