σαμποτάζ
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
το, Ν
η δολιοφθορά, δηλαδή, σε περίοδο πολέμου, η πρόκληση καταστροφών σε μέσα και εγκαταστάσεις του εχθρού με μυστικές αποστολές και ενέργειες ή, σε ειρηνική περίοδο, η με έκνομα μέσα σκόπιμη παρεμπόδιση και υπονόμευση μιας λειτουργίας, μιας διεργασίας, μιας ενέργειας ή ενός έργου, με απώτερο στόχο τη ματαίωσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sabotage «πεδιλοποιία, τρύπημα σιδηρογραμμών, δολιοφθορά» < sabot (βλ. λ. σαμπό)].