ρωχμός
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek Monolingual
(I)
και ῥωγμός, ὁ, Α
ρήγμα, σχισμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥωκ-σμός, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].———————— (II)
και ῥοχμός και ῥωγμός και ῥογμός, ὁ, Α
1. θορυβώδης αναπνοή, ροχάλισμα
2. το ρέψιμο («ῥωχμοὶ τῶν τροφῶν ἀποσεσαγμέναι», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώχω. Ο τ. ῥωχμός εμφανίζει και παρλλ. τύπους ῥωγμός και ῥοχμός και ῥογμός, που ερμηνεύονται ώς προϊόντα ονοματοποιίας (βλ. λ. ρέγχω)].