σαρκοχίτων
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, Μ
(ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι φορεί χιτώνα από σάρκες, που περιβάλλεται από σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + χιτών (πρβλ. αστρο-χίτων)].