σειρήν

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

English (Slater)

σειρήν (cf. Κηληδών.) subs., adj.,
   1 siren fig. of eloquence. σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 13. οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ σειρήν (cf. Σ, ταῦτα πρὸς τὸν Σιμωνίδην ἐπεὶ ἐκεῖνος ἐν ἑνὶ ᾄσματι ἐπόησεν Σειρῆνα τὸν Πεισίστρατον: “illum neque secures Pisistrati tyranni neque eloquentia movit,” interpr. Turyn) ?fr. 339.

Greek Monolingual

-ῆνος, ἡ, Α
βλ. σειρήνα.