σεισόλοφος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεισόλοφος Medium diacritics: σεισόλοφος Low diacritics: σεισόλοφος Capitals: ΣΕΙΣΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: seisólophos Transliteration B: seisolophos Transliteration C: seisolofos Beta Code: seiso/lofos

English (LSJ)

ον,

   A shaking the crest, Hsch. s.v. τινακτοπήληξ.

German (Pape)

[Seite 869] Erkl. von τινακτοπήληξ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σεισόλοφος: -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. τινακτοπήληξ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σείει το λοφίο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -λοφος (< λόφος), πρβλ. γεώ-λοφος].