σειριάζω
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A sparkle, twinkle, given as etym. of Σειρῆνες used as name of the planets, Anon. ap. Theo Sm.p.146H.
Greek Monolingual
και σειράζω Α Σείριος
1. σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ
2. (για κεραυνό) πλήττω, χτυπώ.