ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
και σέχτα, η, Ν1. αίρεση, οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας, τα οποία έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις2. πολιτική μερίδα κόμματος με στενές δογματικές αντιλήψεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secta, μτχ. του sequor «ακολουθώ»].