σέκτα

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

και σέχτα, η, Ν
1. αίρεση, οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας, τα οποία έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις
2. πολιτική μερίδα κόμματος με στενές δογματικές αντιλήψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secta, μτχ. του sequor «ακολουθώ»].