σαράκι
From LSJ
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
Greek Monolingual
το, Ν
1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας
2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό του ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα
β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά που οφείλεται σε αυτήν τη θλίψη («τήν έφαγε το σαράκι για τον ξενητεμένο γιο της»)
γ) ενοχές ατόμου για πράξη που το ταλαιπωρεί ψυχικά και την οποία δεν αναφέρει σε κανέναν, μαράζι («τόσα χρόνια τον τρώει το σαράκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι-ον, υποκορ. του σάραξ «σκόρος»].