σαράκι

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας
2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό του ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα
β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά που οφείλεται σε αυτήν τη θλίψη («τήν έφαγε το σαράκι για τον ξενητεμένο γιο της»)
γ) ενοχές ατόμου για πράξη που το ταλαιπωρεί ψυχικά και την οποία δεν αναφέρει σε κανέναν, μαράζι («τόσα χρόνια τον τρώει το σαράκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι-ον, υποκορ. του σάραξ «σκόρος»].